καλλιεργώ — καλλιεργώ, καλλιέργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλλιεργώ — καλλιέργησα, καλλιεργήθηκα, καλλιεργημένος 1. δουλεύω τα κτήματα: Το χωράφι αυτό είναι καλλιεργημένο. 2. ασχολούμαι με κάτι: Καλλιεργεί τα γράμματα και τις επιστήμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρώ — ἀρῶ ( όω) (Α) 1. οργώνω, καλλιεργώ 2. σπείρω 3. (για άνδρα) συνουσιάζομαι και τεκνοποιώ 4. παθ. ( ούμαι) γεννιέμαι 5. μέσ. καρπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρόω βασίζεται σε πρωταρχικό αθέματο ΙΕ. ενεστώτα δισύλλαβης ρίζας, στην οποία η δεύτερη συλλαβή… … Dictionary of Greek
γεωργώ — ( έω) (AM γεωργῶ, έω) [γεωργός] καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός αρχ. μσν. καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω αρχ. 1. παράγω 2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι 3. αποκομίζω κέρδος … Dictionary of Greek
διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω … Dictionary of Greek
επεργάζομαι — ἐπεργάζομαι (Α) 1. καλλιεργώ παράνομα γη που δεν μού ανήκει («ὅς δ ἄν ἐπεργάζηται τὰ τοῡ γείτονος ὑπερβαίνων τοὺς ὅρους», Πλάτ.) 2. καλλιεργώ, οργώνω 3. ισοπεδώνω τις επιφάνειες πέτρας για τοιχοδομία 4. συζητώ, πραγματεύομαι 5. παθ. είμαι… … Dictionary of Greek
ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… … Dictionary of Greek
καταγεωργώ — καταγεωργῶ, έω (Α) καλλιεργώ («τὸ πεδίον τὸ ὑπὸ τῶν Ἀμφικτυόνων ἀνιερωθὲν αὖθις κατεγεώργουν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γεωργῶ «καλλιεργώ» (< γεωργός)] … Dictionary of Greek
κατακηπεύω — (Μ) καλλιεργώ κήπο, φυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κηπεύω «καλλιεργώ κήπο» (< κῆπος)] … Dictionary of Greek
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek